ἁφάς

ἁφάς
ἁφά̱ς , ἁφή
lighting
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἁφᾶς — ἁφᾶ̱ς , ἁφάω to handle pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἁφή lighting fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SUPREMA — I. SUPREMA apud Plin. l. 7. c. 60 . ubi de primo Horologiorum apud Romanos usu, Duodecim tabulis ortus tantum et occasus nominantur: post aliquot annos adiectus est et Meridies, Accensô Consulum id pronuntiante, quum ab Curia inter Rostra et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αφή — Είναι η αίσθηση που επιτρέπει την αναγνώριση των εξωτερικών χαρακτηριστικών και της επιφάνειας των αντικειμένων (σχήμα, όγκος, τραχύτητα, λειότητα, ομοιομορφία κ.ά.) με την επαφή του δέρματος. Τα απτικά αισθήματα προκαλούν, όταν ερεθιστούν, με… …   Dictionary of Greek

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”